ἐκρέμασ'

ἐκρέμασ'
ἐκρέμασα , κρεμάννυμι
hramjan
aor ind act 1st sg
ἐκρέμασο , κρεμάννυμι
hramjan
imperf ind mp 2nd sg
ἐκρέμασε , κρεμάννυμι
hramjan
aor ind act 3rd sg
ἐκρέμᾱσα , κρεμάω
hramjan
aor ind act 1st sg (doric aeolic)
ἐκρέμᾱσε , κρεμάω
hramjan
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἐκρέμασα , κρεμάζω
hramjan
aor ind act 1st sg
ἐκρέμασο , κρεμάζω
hramjan
plup ind mp 2nd sg
ἐκρέμασο , κρεμάζω
hramjan
perf imperat mp 2nd sg
ἐκρέμασε , κρεμάζω
hramjan
aor ind act 3rd sg
ἐκρέμασαι , κρεμάζω
hramjan
perf ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστήριος — ο 1. αυτός που χρησιμεύει για κρέμασμα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεμαστήρα μυ 3. το ουδ. ως ουσ. το κρεμαστήρι(ο) η κρεμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ (πρβλ. ἐκρέμασ α τού κρεμώ) + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, κινη τήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”